Μανολης Αναγνωστακης
|
|
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ 1: Ηλίας Βενέζης, «Γαλήνη» (απόσπασμα)
Το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη Γαλήνη (1939) έχει ως θέμα του την εγκατάσταση μιας ομάδας προσφύγων στην Ανάβυσσο της Αττικής, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Στον αγώνα για επιβίωση σε έναν άγνωστο και άγονο τόπο η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο συνυπάρχει με τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και την αγωνία για την τύχη εκείνων που έμειναν κρατούμενοι στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας της Ανατολής.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Αντρέας, που γύρισε σώος ύστερα από δεκατέσσερις μήνες ομηρίας, κρύβει την πικρή αλήθεια από τη μάνα του Άγγελου, του φίλου του που πέθανε πριν να χαρεί τη μέρα της επιστροφής.
[….] Όλα, λοιπόν, είναι μια απλή υπόθεση βαθμού, ως πού θα πέσεις. Έτσι συνηθίζεις κι αυτό, να κάθεσαι να λες κάθε μέρα ιστορίες σε μια μητέρα για ένα παιδί που δεν είναι πια να γυρίσει.
«Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα», του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γερο-Βένης. «Μπορεί να περιμένει όλα τα χρόνια που της μένουν ακόμα και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει - αυτό δεν το μπορεί».
Και για να μη μάθει κείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθισε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη για δυο παιδιά που βρεθήκανε μες στο μπουρίνι του πολέμου, γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.
— Ο Άγγελος θά 'ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θά 'ρθει - ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.
Κι ύστερα σαν ξεμοναχιαστήκανε, το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό της, η θεία Μαρία τον έβαλε και της είπε απ' την αρχή όλα, ένα ένα, πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία, όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις μήνες.
Ήταν κι η δική του η μητέρα πλάι του, η θεία Σοφία. Ν' ακούσει και κείνη το παραμύθι και τίποτα άλλο να μη μάθει ποτέ. Αυτοσχεδίαζε τα γεγονότα, οι σκληρές γραμμές σβήνανε μες στο παραμύθι, έτσι όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά που τα λες μια νύχτα σ' ένα παιδί, να το αποκοιμίσεις. Η νύχτα είναι ήσυχη, πλάι εκεί κάθεται ένας μικρός άγγελος και χύνει το φως του προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας νά 'ρθει η ώρα και να τα σφαλίσει. Όλα είναι ήμερα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά σιγά σβήνουν μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύονται, παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά αργά βασιλεύουνε. Το παιδάκι αποκοιμήθηκε. Η ειρήνη να είναι μαζί του. Μια μητέρα πρέπει ν' αποκοιμηθεί. Ο Θεός να είναι μαζί της.
Το μυθιστόρημα του Ηλία Βενέζη Γαλήνη (1939) έχει ως θέμα του την εγκατάσταση μιας ομάδας προσφύγων στην Ανάβυσσο της Αττικής, μετά τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Στον αγώνα για επιβίωση σε έναν άγνωστο και άγονο τόπο η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο συνυπάρχει με τη νοσταλγία για τις χαμένες πατρίδες και την αγωνία για την τύχη εκείνων που έμειναν κρατούμενοι στα καταναγκαστικά τάγματα εργασίας της Ανατολής.
Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Αντρέας, που γύρισε σώος ύστερα από δεκατέσσερις μήνες ομηρίας, κρύβει την πικρή αλήθεια από τη μάνα του Άγγελου, του φίλου του που πέθανε πριν να χαρεί τη μέρα της επιστροφής.
[….] Όλα, λοιπόν, είναι μια απλή υπόθεση βαθμού, ως πού θα πέσεις. Έτσι συνηθίζεις κι αυτό, να κάθεσαι να λες κάθε μέρα ιστορίες σε μια μητέρα για ένα παιδί που δεν είναι πια να γυρίσει.
«Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα», του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γερο-Βένης. «Μπορεί να περιμένει όλα τα χρόνια που της μένουν ακόμα και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει - αυτό δεν το μπορεί».
Και για να μη μάθει κείνη η μητέρα τίποτα, ο Αντρέας κάθισε και της είπε μια ιστορία. Ήταν ένα παραμύθι όλο χρώμα και συγκίνηση, γεμάτο από καλοσύνη για δυο παιδιά που βρεθήκανε μες στο μπουρίνι του πολέμου, γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.
— Ο Άγγελος θά 'ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θά 'ρθει - ήταν ο πρώτος λόγος που είπε στη μητέρα του φίλου του.
Κι ύστερα σαν ξεμοναχιαστήκανε, το ίδιο βράδυ, στο δωμάτιό της, η θεία Μαρία τον έβαλε και της είπε απ' την αρχή όλα, ένα ένα, πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία, όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις μήνες.
Ήταν κι η δική του η μητέρα πλάι του, η θεία Σοφία. Ν' ακούσει και κείνη το παραμύθι και τίποτα άλλο να μη μάθει ποτέ. Αυτοσχεδίαζε τα γεγονότα, οι σκληρές γραμμές σβήνανε μες στο παραμύθι, έτσι όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά που τα λες μια νύχτα σ' ένα παιδί, να το αποκοιμίσεις. Η νύχτα είναι ήσυχη, πλάι εκεί κάθεται ένας μικρός άγγελος και χύνει το φως του προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας νά 'ρθει η ώρα και να τα σφαλίσει. Όλα είναι ήμερα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά σιγά σβήνουν μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύονται, παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά αργά βασιλεύουνε. Το παιδάκι αποκοιμήθηκε. Η ειρήνη να είναι μαζί του. Μια μητέρα πρέπει ν' αποκοιμηθεί. Ο Θεός να είναι μαζί της.
- παραμυθία, παραμύθιον: Ποια είναι η σημασία των όρων αυτών στα αρχαία ελληνικά; Συμβουλευτείτε λεξικό.
- Πώς λειτουργεί το παραμύθι στο κείμενο του Ηλία Βενέζη; Τι συνέπειες πιστεύετε ότι θα είχε στην περίπτωση αυτή η αλήθεια, την οποία προκρίνει ο Μανόλης Αναγνωστάκης; Πόσο αντέχει ο άνθρωπος την απόλυτη αλήθεια;
ΠΑΡΑΛΛΗΛΟ ΚΕΙΜΕΝΟ 2 :Το μαγαζί της αλήθειας , ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
"Ο άνθρωπος περπατούσε σ' εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης.
Είχε χρόνο και γι' αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.
Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δεί μέσα στο σκοτάδι... Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ' ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: Το μαγαζί της αλήθειας
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τί μπορεί να πουλούσαν.
Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
"Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;"
"Μάλιστα κύριε. Τί λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;"
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ' ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
"Θέλω πλήρη αλήθεια" αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
"Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες" σκέφτηκε "Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες."
"Απόλυτη αλήθεια" διόρθωσε
"Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με."
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ' ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
"Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει."
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
"Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια."
"Αχα. Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;"
"Όχι. Πόσο κοστίζει;" αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
"Για όλη την αλήθεια", είπε ο πωλητής "το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δε θα έχετε την ησυχία σας."
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
"Ε..ευχαριστώ... Συγνώμη..." ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...
"Ίσως αργότερα..." σκέφτηκε.
"Ο άνθρωπος περπατούσε σ' εκείνα τα σοκάκια της επαρχιακής πόλης.
Είχε χρόνο και γι' αυτό κοντοστεκόταν για λίγο μπροστά σε κάθε βιτρίνα, σε κάθε κατάστημα, σε κάθε πλατεία.
Στρίβοντας σε μια γωνία βρέθηκε άξαφνα μπροστά σε ένα ταπεινό κατάστημα που η ταμπέλα του ήταν λευκή. Περίεργος, πλησίασε στη βιτρίνα και κόλλησε το πρόσωπο του στο κρύσταλλο για να καταφέρει να δεί μέσα στο σκοτάδι... Το μόνο που φαινόταν ήταν ένα αναλόγιο μ' ένα χειρόγραφο καρτελάκι που έγραφε: Το μαγαζί της αλήθειας
Ο άνθρωπος έμεινε έκπληκτος. Σκέφτηκε, ότι αν και διέθετε ανεπτυγμένη φαντασία, του ήταν αδύνατον να φανταστεί τί μπορεί να πουλούσαν.
Μπήκε.
Πλησίασε την κοπέλα που στεκόταν στον πρώτο πάγκο και τη ρώτησε:
"Συγνώμη. Αυτό είναι το μαγαζί της αλήθειας;"
"Μάλιστα κύριε. Τί λογής αλήθεια θέλετε; Αλήθεια μερική, αλήθεια σχετική, αλήθεια στατιστική, πλήρη αλήθεια;"
Ώστε, λοιπόν, πουλούσαν αλήθεια. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Να πηγαίνεις σ' ένα μέρος και να παίρνεις την αλήθεια, ήταν υπέροχο.
"Θέλω πλήρη αλήθεια" αποκρίθηκε ο άνθρωπος χωρίς ταλάντευση.
"Είμαι τόσο απαυδισμένος από τα ψέματα και τις πλαστογραφίες" σκέφτηκε "Δε θέλω άλλες γενικεύσεις, ούτε δικαιολογίες, δε θέλω απάτες, ούτε κοροϊδίες."
"Απόλυτη αλήθεια" διόρθωσε
"Μάλιστα κύριε. Ακολουθήστε με."
Η κοπέλα συνόδευσε τον πελάτη σ' ένα άλλο μέρος του καταστήματος και δείχνοντας έναν πωλητή με αυστηρό ύφος, είπε:
"Ο κύριος θα σας εξυπηρετήσει."
Ο πωλητής πλησίασε και περίμενε τον πελάτη να μιλήσει.
"Ήρθα να αγοράσω την απόλυτη αλήθεια."
"Αχα. Συγνώμη, γνωρίζετε την τιμή;"
"Όχι. Πόσο κοστίζει;" αποκρίθηκε τυπικά. Στην πραγματικότητα ήξερε ότι θα πλήρωνε όσο όσο για να έχει όλη την αλήθεια.
"Για όλη την αλήθεια", είπε ο πωλητής "το αντίτιμο είναι ότι ποτέ πια δε θα έχετε την ησυχία σας."
Ένα ρίγος διέτρεξε τη ράχη του ανθρώπου. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι το κόστος θα ήταν τόσο υψηλό.
"Ε..ευχαριστώ... Συγνώμη..." ψέλλισε.
Έκανε μεταβολή και βγήκε από το κατάστημα κοιτώντας το έδαφος.
Ένιωσε λίγο θλιμμένος όταν κατάλαβε ότι δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για την απόλυτη αλήθεια, ότι ακόμα χρειαζόταν ορισμένα ψέματα για να βρίσκει ανάπαυση, ορισμένους μύθους και εξιδανικεύσεις για να καταφεύγει, ότι ήθελε κάποιες δικαιολογίες για να μην αντιμετωπίζει τον ίδιο του τον εαυτό...
"Ίσως αργότερα..." σκέφτηκε.